ΠΑΡΑΜΥΘΙ για τα ήθη, έθιμα και τις διατροφικές συνήθειες μέσα στην ιστορία
Ο Ζενού και η Μαρία γνωρίστηκαν εντελώς τυχαία όταν βρέθηκαν να κάθονται δίπλα - δίπλα σ' ένα από τα θρυλικά Κυριακάτικα γεύματα της Θειας Ποπης. Και λέω θρυλικά γιατί οι καλεσμένοι σε αυτά δεν ήταν ποτέ λιγότεροι από 30.
Μεγάλη φαμίλια είχε η θεια Πόπη κι άλλη τόση ο θειος Φαρουκ, οπότε μάλλον πάρτι (ή δεξίωση),θα το έλεγε κανείς, παρά γεύμα.
Στην αρχή, τα δυο παιδιά καθόντουσαν σιωπηλά και με την άκρη του ματιού τους παρατηρούσαν το ένα το άλλο, λίγο μουτρωμένα. Βαριόντουσαν, βλέπετε! Οι μεγάλοι τιτίβιζαν σαν τζιτζίκια, το φαί δεν είχε σερβιριστεί, ο ξαδέρφης Αντώνιος-Κωνσταντινος έκανε, ως συνήθως, τον έξυπνο και η Γιαγιά Μαρίκα δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Συνεπώς, η μέρα, μέχρι στιγμής, δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Άσε που η Μαρία έβρισκε περίεργο τον Ζενου, με τα μεγάλα μαύρα μάτια του, το σκούρο δέρμα και την παράξενη φορεσιά. Ο Ζενου, πάλι, αναρωτιόταν αν η Μαρία, που φαινόταν να έχει χαθεί στις σκέψεις της, θα ήθελε να παίξουν μετά το φαγητό.
Όπως καταλάβαμε όλοι, ο Ζενου βαριόταν και είχε αρχίσει να πεινάει. Επιπλέον οι γαργαλιστικές μυρωδιές που ερχόντουσαν από την κουζίνα της χαμογελαστής, αφράτης κυρίας που λεγόταν θεια Πόπη, του “έσπαγαν” τη μύτη κι έκαναν το στομάχι του να γουργουρίζει. Ένα τέτοιο γουργουρητό που ακούστηκε αρκετά δυνατά, ζωγράφισε ένα μεγάλο, συνωμοτικό χαμόγελο στο πρόσωπο της Μαρίας που ευθύς γύρισε και του είπε δραματικά: “ Κι εγώ πεινάω σαν λύκος, αλλά αν δεν εμφανιστεί η Γιαγιά δεν πρόκειται να δούμε ούτε ψίχουλο σε τούτο το τραπέζι.” Αυτό ήταν! Η κοινή τους πείνα και βαρεμάρα έκανε τα δυο παιδιά να νιώσουν σύμμαχοι! Καλέ τι σύμμαχοι; Φίλοι καρδιακοί να πω καλύτερα!
Ντιιιιν! Ντοοοοον, ακούστηκε, πάνω στη ώρα, το κουδούνι και μονομιάς όλοι σώπασαν. Μόνο τα πασουμάκια της θειας Πόπης ακουγόταν καθώς έτρεχε ν' ανοίξει στο νεοφερμένο.
Τα παιδιά δεν έδωσαν σημασία μέχρι τη στιγμή που τα τύλιξε μια μυρωδιά ζεστού ψωμιού ανακατεμένη με ένα διακριτικό άρωμα γιασεμιού.
Μα φυσικά η Γιαγιά! Μέχρι η Μαρία να γυρίσει το κεφάλι, η Γιαγιά Μαρίκα έσκυβε ήδη με τα χέρια ανοιχτά - σε μια αγκαλιά που θαρρείς και χωρούσε τα παιδιά όλου του κόσμου-και φιλούσε το κεφάλι της αγαπημένης της εγγονής, ενώ παράλληλα χάϊδευε την πλάτη του Ζενου που είχε να τον δει από μωρό!
“Επιτέλους θα φάμε!” σκέφτηκε ο Ζενου κι έκλεισε το μάτι στη Μαρία, ενώ κούρνιαζε στην ψωμένια αγκαλιά της Γιαγιάς!
“ΨΩΜΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!” είπαν οι μεγάλοι και χειροκρότησαν τα δυο σκεπασμένα βουναλάκια στο κέντρο του τραπεζιού, ενώ ο ξάδελφος Αντ.-Κων/νος μουρμούριζε ξινισμένα κάτι για χιλιάδες θερμίδες ανά μπουκιά.
Κι ύστερα, επιτέλους, άρχισε η παρέλαση των φαγητών! Ο χορός ξεκίνησε με το ταγκό των ορεκτικών! Τυροπιτάκια, παστουρμάς, ταμιές, σαλάτες, ντολμαδάκια, χούμους.....όλα ανακατεμένα, πολύχρωμα, λαχταριστά, με αγάπη φτιαγμένα. Γεύσεις κι από τις δυο μεριές της Μεσογείου, αφού και οι οικοδεσπότες ήτα παιδιά από τις δυο όχθες αυτής της μεγάλης όμορφης λεκάνης, τη Μεσόγειο, όπως έλεγε ο θειος Φαρουκ. Η θεια Πόπη από την Κρήτη και ο θειος Φαρουκ από την Αίγυπτο. Όμως δεν έλειπαν και λιχουδιές από άλλα μέρη για να τιμήσουν όλους τους καλεσμένους τους.
Έτοιμα, καθώς ήταν τα παιδιά, να ορμίσουν στο τσιμπούσι έμειναν κοκαλωμένα με τα πιρουνιά στον αέρα όταν η Γιαγιά βροντοφώναξε “Πρώτα να κόψουμε το ΨΩΜΙ!!”
“Αμάν πια μ' αυτό το ψωμί! Τι στο κάλο; Λες και είναι ιερό! Παντού το βρίσκεις και σε οποιαδήποτε μορφή! Τρίγωνο, τετράγωνο, στρογγυλό, μακρόστενο, σε φέτες, σε φραντζόλες, φραντζολάκια... Γιατί τέτοιος σεβασμός πια;” Κάτι τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό του Ζενου, που στην πατρίδα του έτρωγαν αντί για ψωμί κάτι πλακουτσωτές, τραγανές πιτούλες. Η Μαρία, από την άλλη, απλά βιαζόταν να φάει και δεν καταλάβαινε πως ένα τόσο συνηθισμένο φαί είναι τόσο σημαντικό.
Καθώς η Γιαγιά μοίραζε το ψωμί, κοίταξε έντονα τα δυο παιδιά και χαμογέλασε. Άρχισε, τότε, με ήρεμη, γλυκιά φωνή να λέει μια ιστορία:
“ Όταν ήμουν μικρή, το να έχουμε ζεστό, φρέσκο ψωμί στο τραπέζι ήταν μια μικρή απόλαυση, μικρή άλλα πολύ - πολύ σημαντική. Δεν ήταν εύκολο και χρειαζόταν ολόκληρη προετοιμασία για να γίνει. Σαν παιδί, που ήμουν, πάντα βιαζόμουν και συχνά γκρίνιαζα για όλη αυτή τη φασαρία που έκαναν οι μεγάλοι γύρω από τη λέξη “ψωμί”! Ώσπου μια μέρα η μητέρα μου με πήρε μαζί της στο χωράφι που θέριζαν το στάρι. Ουφ! Η ζέστη και ο ήλιος έλιωναν ακόμη και τα παγόβουνα του Β. Πόλου κι εγώ θύμωσα γιατί κανείς δε σκέφτηκε ότι θα υποφέρω. Εργάτες πολλοί θέριζαν σκυμμένοι κι άλλοι μάζευαν τα δεμάτια το σιτάρι κι έφτιαχναν, μ' αυτά, σωρούς ταχτοποιημένους στη μέση του χωραφιού, τις θημωνιές..έτσι τους έλεγαν τους σωρούς. Όλη αυτή η δραστηριότητα, αυτή η σκληρή εργασία ήταν τόσο συντονισμένη, τόσο ρυθμική , που έμοιαζε με χορό. Σιγομουρμούριζαν, όλοι μαζί, ένα τραγούδι που έδινε ρυθμό στο σώμα τους κι έμοιαζε να τους προστατεύει μ' ένα μαγικό τρόπο από τη ζέστη και την κούραση.
Καθισμένη στη σκιά ενός τεράστιου δέντρου, πάνω σε κουρελούδες που είχαν στρώσει οι γυναίκες νωρίς το πρωί, χάζευα για ώρες αυτό τον κινούμενο ζωγραφικό πίνακα.
Από μακριά είδα τη γιαγιά μου, με τα δυο της γαϊδουράκια φορτωμένα με κοφίνια, να πλησιάζει και να χτυπά μ' ένα πάσαλο μια τσίγκινη κανάτα. Γέλια ακούστηκαν από τους εργάτες και πειράγματα καθώς μαζεύονταν κάτω από το δέντρο. Η γιαγιά έβγαζε κι όλο έβγαζε ταψιά με φαγητά (τυρόπιτες, σπανακόπιτες, λαχανικά, φρούτα και φυσικά ψωμί και τυρί). “Η ώρα της ξεκούρασης και της θρέψης, για να' χεις δύναμη και τη δουλειά σου να τελέψεις” έλεγε γελώντας.
Το βράδυ, όταν γυρίσαμε στο σπίτι, ρωτούσα τη μαμά μου : “Που πάει το στάρι όταν το κόβουν;”
“Στο μυλωνά να το καθαρίσει και να το αλέσει, φως μου “έλεγε η μάνα.
“Και μετά, που πάει μάνα;” ξαναρωτούσα εγώ μαγεμένη με το ταξίδι του σιταριού.
“Μετά........”είπε και με πήρε στο κελάρι, που φυλάγαμε τις προμήθειες. Άνοιξε το καπάκι από το μεγάλο πιθάρι και μου έδειξε το αλεύρι “Μετά έρχεται στα σπίτια για να ζυμώσουμε ψωμί και χυλοπίτες, για να φτιάξουμε γλυκά και όλα όσα σου αρέσει να τρως αλεπουδίτσα μου. Άντε τώρα να πλαγιάσεις, γιατί αύριο έχουμε πολύ δουλειά, θα έρθουν οι γυναίκες να ζυμώσουμε.”
Εδώ, η Γιαγιά έκανε μια παύση κι όλοι τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας (άλλοι με κρασί ,άλλοι με νερό κι άλλοι με χυμό)
“Ε! Καλά! Φυσικά αυτά τα γνωρίζαμε κι από το σχολείο, δεν είναι κάτι νέο” είπε ο Αντ/Κων/νος κι ακόμη και οι γονείς του τον αγριοκοίταξαν.
“Τέλος πάντων” είπε η Γιαγιά “το ζύμωμα ήταν σαν γιορτή και οι γυναίκες ανταγωνίζονταν η μια την άλλη για το ποια θα φτιάξει το καλύτερο ψωμί ή τις καλύτερες χυλοπίτες. Κι όταν ήταν Γιορτές, αχού τι στολίδια που' καμαν με τη ζύμη πάνω στο Χριστόψωμο και τα πρόσφορα. Με πραγματική κατάνυξη τα στόλιζαν για να τιμήσουν το Θεό τους.”
Σ' όλο τον κόσμο η τροφή είναι ιερό πράγμα, σ' όλες τις παραδόσεις, προσφέρουν στο Θεό που πιστεύει, ο καθένας, τροφή. Κι αν δε με απατά η μνήμη μου, αυτή την αλληλοπροσφορά τροφής ανάμεσα σε θεούς κι ανθρώπους τη συναντάμε σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης” είπε ο θειος Γιώργος που αγαπούσε να μαθαίνει τις συνήθειες των λαών.
Γέλια και ομιλίες γέμισαν το τραπέζι, ώσπου η θεια Πόπη έκανε πάλι το Θαύμα της!!!!
ΚΥΡΙΩΣ ΠΙΑΤΟ.
Ο Ζενού και η Μαρία συζητούσαν έντονα για όσα είχαν δει σε ντοκιμαντέρ 'η είχαν μάθει στο σχολειό για τις διατροφικές συνήθειες άλλων λαών και για τη σχέση της τροφής με το Θεό. Σίγουρα δεν βαριόντουσαν πια κι ένιωθαν σα να τους είχαν χαρίσει ένα μικρό ταξίδι στο χθες. Έριχναν κλεφτές ματιές στη Γιαγιά που τους χαμογελούσε σκανταλιάρικα................και ωωωωωωωωωπ..προσγειώθηκε στο τραπέζι μια τεραστία αχνιστή πιατέλα δια χειρός Θειας Πόπης με μυρωδιά φανταστική και όψη ζουμερή όπως όφειλε άλλωστε να έχει ένα καλοψημένο κρέας φούρνου. Αχ κι αυτές οι ολοστρόγγυλες πατατούλες, μελωμένες και ροδοψημένες.......αχ αχ αχ! “Αχ Ποπίτσα μου, αρχόντισσα της κουζίνας μου” αναφώνησε ο Θειος Φαρούκ, “γεια στα χέρια σου κοριτσάκι μου” “Δοκίμασε πρώτα και μετά μοιράζεις κομπλιμέντα” τον μάλωσε τρυφερά η Θεια κοκκινίζοντας από ευχαρίστηση. Τα παιδιά γελούσαν με τα νάζια της Θειας που μόνο κοριτσάκι δεν ήταν αλλά εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με πιτσιρίκα που πήρε έπαινο!
“Εγώ δεν θέλω κρέας” είπε ο Αντ-Κων/νος “έφαγα εχθές και δεν κάνει να τρώμε κάθε μέρα κρέας “Αααααααααα....”αυτό το παιδί δεν τρώγεται με τίποτα” σκέφτηκε ο Ζενού......και τον αγριοκοίταξε.
“Νεαρέ μου, υπήρξαν εποχές που το κρέας ήταν σπάνιο και πολύτιμο τρόφιμο και το μαγείρευαν μοναχά σε εξαιρετικές περιπτώσεις οι άνθρωποι” είπε ο κύριος Χαράλαμπος χτυπώντας την μαγκούρα του θυμωμένα στο πάτωμα. Αντ-Κων/νος σα να ζάρωσε λιγάκι στη θέση του και χαμήλωσε τα μάτια. Η Μαρία τον λυπήθηκε και του έστειλε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
“Θυμάμαι στην εποχή μου” συνέχισε ακάθεκτος ο κος Χαράλαμπος “που για να φάμε κρέας θα' πρεπε να' ναι Χριστούγεννα ή Πάσχα. Δύσκολες εποχές, αλλά με περισσότερη ανθρωπιά.”
“Στη χώρα μου, πάλι, δεν είναι απαραίτητο να έχουμε κρέας για κυρίως πιάτο” είπε ήρεμα ο πατέρας του Ζενού “μας αρέσει πολύ το Νταλ, ένα πιάτο με κόκκινες φακές και πολλά μπαχαρικά”
και δεν πρόλαβε ν' αποσώσει την κουβέντα του και μια γαβάθα Νταλ βρισκόταν ήδη στο τραπέζι συνοδευόμενη από ένα γλυκό χαμόγελο αγάπης από τη Θεια Πόπη. Και δίπλα, ακριβώς, τοποθετήθηκε ένα πυρέξ με μυρωμένη αρνίσια κιμαδόπιτα με κύμινο και μπαχάρια. Για όσους έρχονταν από τα μέρη της Ανατολής και δεν έτρωγαν μοσχαρίσιο ή χοιρινό κρέας.
“Όπως κι αν το πούμε, όπως κι αν το μαγειρέψουμε, το κρέας ήταν σημαντικός λόγος για να χαρεί ένα στομάχι” είπε η Γιαγιά και όλοι ξέσπασαν σε γέλια.
“Θες γιατί ήταν σπάνιο; Θες γιατί συνόδευε τα γιορτινά γεύματα; Θες γιατί δυνάμωνε το σώμα κι έδινε κουράγιο ν' αντέξει ο άνθρωπος τη σκληρή σωματική εργασία; Το κρέας, άμα ήταν και σωστά μαγειρεμένο, ήταν και είναι η αμβροσία του ουρανίσκου και ο μεγάλος πρωταγωνιστής του οικογενειακού γεύματος”
“Πω πω...τι μας έπιασε σήμερα; Όλο φιλοσοφία είμαστε........η χαρά είναι μια και απλή.......όταν μαζεύονται άνθρωποι αγαπημένοι γύρω από ένα τραπέζι όσο πλούσιο κι αν είναι αυτό, το πιο σημαντικό είναι ότι το φαγητό είναι η αφορμή για να συναντηθούν φίλοι και συγγενείς, ν' απολαύουν, να μοιραστούν και να γεμίσουν την ψύχη τους με την τροφή που προσφέρει η χαρά” είπε βουρκώνοντας η Θεια Κικίτσα. “Γιατί ούτε στον Παράδεισο δεν κάνει κανείς μοναχός του. Το να έχεις συντρόφους, να μοιράζεσαι το ψωμί, κι ας είναι του τοστ ή έστω μια πίτσα.....ένα μπέργκερ, βρε αδελφέ, είναι η μεγαλύτερη ευλογία του κόσμου. Ακούστε που σας λέω, ακόμη κι ο Θεός μονάχος του δεν τρώει. Όλα όσα βγάζει η γης κι όσα μας προσφέρει η Φύση είναι ευλογημένα όταν ξέρουμε να τα χαιρόμαστε και να τα μοιραζόμαστε.......κι άντε τώρα να φάμε γιατί θα κρυώσουν τα θαύματα της Πόπης και θα πάνε χαμένα”, αποτελείωσε με μια κωμική γκριμάτσα τα λογία της και βούτηξε στο πιάτο της. Αυθόρμητα η παρέα χειροκρότησε και για λίγη ώρα ακουόντουσαν μοναχά οι ήχοι από τα μαχαιροπήρουνα....ακόμη κι ο Αντ/Κων/νος έφαγε απ όλα κι άρχισε να ανταλλάσει πειράγματα με τη Μαρία και το Ζενού, εκδηλώνοντας και την κρυφή του αδυναμία.....μια ανυπομονησία για το επιδόρπιο.
ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ
Παραφουσκωμένη! Έτσι ένιωθε η Μαρία από τις πολλές νοστιμιές και τις διαφορετικές γεύσεις. Πραγματικά, δεν πίστευε πως χωρούσε κάτι άλλο στο στομάχι της, μέχρι τη στιγμή που βγήκε το γαλακτομπούρεκο και η τούρτα σοκολάτα, και τα φρέσκα φρούτα με το γιαούρτι και το παγωτό καϊμάκι με το γλυκό βύσσινο, πάνω στο τραπέζι. “Ω! Θέλω, θέλω, θέλω έλεγε μια φωνούλα κάπου στον ουρανίσκο της. Πρέπει να δοκιμάσω έστω και μια μπουκιά. Είναι γλυκά και με προκαλούν να τα δοκιμάσω.......αχ σε παρακαλώ Μαρία ας φάμε μόνο μια κουταλίτσα από το καθένα.......έλα έλα έλα.......μια μονάχα γευσούλα ε?” Η Μαρία συνοφρυωμένη προσπαθούσε να έρθει σε μια “λογική” συμφωνία με τον ουρανίσκο της γιατί το στομάχι της αγκομαχούσε σαν παλιά ατμομηχανή σε ανηφόρα.....αλλά από την άλλη τα μάτια της είχαν ήδη συνηγορήσει στην υπέρβαση του ουρανίσκου. Τι να κάνει τώρα; Να φάει ή να μην φάει γλυκό; Τι δίλημμα κι αυτό; Μια κλεφτή ματιά γύρω της, της αποκάλυψε πως όλοι σχεδόν, μικροί και μεγάλοι, βρισκόντουσαν στην ίδια θέση με τη δική της. Μάτια που λαμπύριζαν με λαιμαργία, ουρανίσκοι που απαιτούσαν κι άλλη γεύση κα στομάχια που εκλιπαρούσαν για μια παύση από την πανδαισία του φαγητού.
¨Λοιπόν, ο καλύτερος τρόπος για να απολαύσει κανείς ένα ωραίο σπιτικό γλυκό είναι να δώσει χρόνο στη γλώσσα του και στη μασέλα του να ξεκουραστούν” είπε ο Θειος Φαρούκ “τι θα λέγατε για λίγο χορό και λίγο καφέ ή τσάι για να χωνέψουμε λιγάκι;” χαμογέλασε πονηρά κι έσυρε την καρέκλα του μακριά από το τραπέζι.
“Σ' ευχαριστώ.......σ' ευχαριστώ θειε Φαρουκ” είπε η Μαρία από μέσα της και πετάχτηκε επάνω έτοιμη ν' ακολουθήσει τις χορευτικές φιγούρες των μεγάλων, που ήδη είχαν στήσει γλέντι τρικούβερτο. Και τι πειράζει που δεν ήξερε τα βήματα; Και τι πειράζει που ήταν τοσοδούλα μπροστά στους γίγαντες-μεγάλους Άρπαξε με το' να χέρι το Ζενου και με τ' άλλο τον Αντ-Κων/νο (που είχε εν τω μεταξύ αποφασίσει ότι τον συμπαθεί πολύ κι ας ήταν λίγο δύστροπος) και τους παρέσυρε στον κυκλικό χορό.
Το παραμύθι έγραψε η Νίκη Λουλαδάκη και επιμελήθηκε η Φωτεινή Κοκκίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου